Το κείμενο που ακολουθεί διακρίθηκε στον 4ο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του itravelpoetry.


Δεν είμαι ούτε αισιόδοξος, αλλά ούτε και απαισιόδοξος. Δεν πετώ στα σύννεφα, αλλά μου αρέσει να ξεφεύγω που και που από την πραγματικότητα. Δεν είμαι βαθιά θρησκευόμενος, αλλά ούτε και άθεος. Δεν πιστεύω στην απόλυτη ευτυχία, αλλά δεν ζω και μες τη μιζέρια. Δεν είμαι πάντα ευτυχισμένος από τη ζωή μου, αλλά δεν μου αρέσει και να γκρινιάζω. Θα με χαρακτήριζα ως έναν άνθρωπο, που δεν δυσκολεύεται να ευχαριστηθεί και δεν παραπονιέται εύκολα. Γενικά έχω θετική ματιά και θετική στάση ζωής. Οι περισσότεροι βέβαια που με ακούν να το λέω, απορούν.. Θα περίμεναν να είμαι μάλλον, ένας καταθλιπτικός τύπος.. Υπάρχει όμως κάτι, το μόνο ίσως για το οποίο πράγματι με πιάνει το παράπονο καμιά φορά, και αυτό είναι το επάγγελμά μου. Όχι καθαυτό το επάγγελμα, περισσότερο η τοποθεσία και η πελατεία μου θα έλεγα. Και μην πάει ο νου σας σε τίποτα πελάτες άξεστους, κακότροπους ή αγενείς. Όχι, κάθε άλλο! Είναι όλοι τους ευγενικοί, ολιγόλογοι και τυπικότατοι. Και τότε θα μου πείτε «γιατί παραπονιέσαι;». Ε, θα προτιμούσα καμιά φορά να είναι λιγάκι πιο χαμογελαστοί.. Θα ήθελα να έρθει μια μέρα ένας πελάτης χαρούμενος και ενθουσιασμένος και με πλησιάσει λέγοντας:

«Καλημέρα σας! Θα ήθελα μια ανθοδέσμη κόκκινα και λευκά τριαντάφυλλα»

«Τι χρώμα περιτύλιγμα θα θέλατε;» θα τον ρωτούσα εγώ.

«Κόκκινο, παρακαλώ!»

«Βεβαίως! Είναι για κάποιο ιδιαίτερο γεγονός;» θα τον ξαναρωτούσα.

«Ναι! Είναι σήμερα τα γενέθλια της μητέρας μου! Κλείνει τα ογδόντα! Κάθε χρόνο στα γενέθλιά της, της αγοράζω κόκκινα και λευκά τριαντάφυλλα!»

«Να τη χαίρεστε! Είναι πολύ τυχερή που έχει έναν γιο σαν εσάς!» θα του απαντούσα εγώ ενθουσιασμένος.

Αντ’ αυτού όμως συνήθως έρχομαι αντιμέτωπος με διαλόγους του τύπου:

«Καλημέρα σας»

«Καλημέρα σας» θα έλεγα εγώ.

«Αυτές τις μαργαρίτες θα ήθελα»

«Βεβαίως» θα απαντούσα εγώ.

«Πόσο κοστίζουν»

«Οκτώ ευρώ»

«Ορίστε. Τέτοιο κακό σαν και το δικό μου να μην σας τύχει.

«Ζωή σε εσάς» θα του έλεγα εγώ.

«Σας ευχαριστώ»

Έτσι συμβαίνουν όμως τα πράγματα, όταν είσαι ανθοπώλης έξω από το νεκροταφείο..

Καμιά φορά βέβαια συμβαίνουν και τραγελαφικές καταστάσεις. Εξ’ άλλου σίγουρα θα έχετε ακούσει που λένε, ότι στο τέλος σε όλους τους γάμους κλαίνε και στις κηδείες γελάνε. Καμιά φορά συμβαίνουν λοιπόν αστεία πράγματα και πριν από τις κηδείες ή τα μνημόσυνα.

Μια φορά λοιπόν που λέτε, με πήραν τηλέφωνο από ένα γραφείο τελετών να τους δώσω προσφορά για τα λουλούδια μιας κηδείας:

«Καλημέρα σας! Ονομάζομαι Ζήσης Κόλυβας και σας τηλεφωνώ από το γραφείο τελετών, Η ζωή μετά»

Έχω συνεργαστεί με τόσα και τόσα γραφεία τελετών.Αλλά αυτό εδώ, ξεπερνούσε κάθε φαντασία! Ζήσης Κόλυβας; Και «Η ζωή μετά»; Κατέβασα το ακουστικό και κρυφογέλασα λίγο. Ξέρω, δεν είναι σωστό να κοροϊδεύουμε τους άλλους για κάτι που δεν τους δόθηκε επιλογή, αλλά καμιά φορά… Τοποθέτησα το ακουστικό πάλι στο αυτί μου.

«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησα όσο πιο σοβαρά μπορούσα, γιατί με είχε πιάσει ελαφρώς νευρικό γέλιο.

«Θα ήθελα τέσσερα στεφάνια. Το πρώτο να λέει: Θα μας λείψεις παππού, το δεύτερο: Καλό ταξίδι λατρεμένε μουΑντώνη, η σύζυγός σου, το τρίτο: Αντίο καλέ μας φίλε και το τέταρτο Ήσουν ο πιο υπέροχος πατέρας. Ακόμα θα ήθελα τέσσερις ανθοστήλες. Η κηδεία θα τελεστεί την Τρίτη 5 Μαΐου. Παρακαλώ να είστε στις δέκα και μισή στην οδό Αμάραντων 3. Παρακαλώ να μου ετοιμάσετε και μια ειδική ανθοδέσμη με εννέα κρίνους. Μόλις υπολογίσετε το κόστος, παρακαλώ ενημερώστε με» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά, ενώ εγώ ακόμα πάλευα να προλάβω να σημειώσω όλες αυτές τις πληροφορίες.

«..Τρίτη 5 Μαίου.. δέκα και μισή.. στην οδό Κρίνων 3.. και.. α ναι! Και μια ανθοδέσμη με εννέα Αμάραντα..» μονολογούσα καθώς σημείωνα.

Έκανα λοιπόν έναν υπολογισμό και το απόγευμα τον ενημέρωσα για το κόστος. Συμφωνήσαμε να με πληρώσει από κοντά, την ώρα της τελετής.

Την Τρίτη λοιπόν της 5ης Μαΐου, έχοντας φορτώσει στο φορτηγάκι τις τέσσερις ανθοστήλες, τα τέσσερα στεφάνια και έχοντας τοποθετήσει προσεχτικά την ανθοδέσμη με τα εννέα Αμάραντα, ξεκίνησα. Δεν συνάντησα καθόλου κίνηση κι έτσι έφτασα στην οδό Κρίνων 3 στις δέκα και δέκα ακριβώς. Εκεί υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι, που φαινόταν σαν να ήταν ιδιωτικό και από πίσω είχε έναν μικρό κηπάκο. Παίρνοντας την ανθοδέσμη με τα Αμάραντα στο χέρι. Προχώρησα προς το εκκλησάκι. Εκεί βρισκόταν ένας παππάς που τάιζε μια γάτα.

«Καλημέρα σας!» τον χαιρέτησα εύθυμα, όπως έκανα πάντα.

«Καλημέρα και σε σένα!» μου απάντησε το ίδιο εύθυμα ο παππάς.

Πρώτη φορά με χαιρετούσαν εύθυμα! Τι όμορφα που με έκανε να αισθανθώ!

«Έχω έρθει για τον ανθοστολισμό» είπα δείχνοντας την ανθοδέσμη.

«Βεβαίως, βεβαίως περάστε!» είπε ακόμα πιο εύθυμα ο παππάς.

Πρώτη φορά με αντιμετώπιζαν με αυτό τρόπο. Τελικά αυτό το επάγγελμα κρύβει πολλές εκπλήξεις!

«Σας ευχαριστώ πολύ!» είπα χαμογελαστά.

«Εγώ δεν θα σας ενοχλήσω καθόλου. Θα είμαι πίσω στον κήπο» είπε ο ευγενέστατος παππάς και κατευθύνθηκε προς τον κήπο.

Την ώρα που κατευθυνόμουν προς το φορτηγάκι για να πάρω τις ανθοστήλες, ένας άλλος κύριος που πλησίαζε,με χαιρέτησε και με ρώτησε:

«Καλημέρα σας! Είστε για το στολισμό;»

«Καλημέρα σας! Ναι!»

«Πολύ ωραία! Πολύ ωραία!» είπε ενθουσιασμένος και έστριψε φεύγοντας από εκεί που ήρθε.

Αυτό που συνέβαινε σήμερα ήταν πρωτοφανές! Κι αν έχω πάει σε κηδείες στη ζωή μου. Πρώτη φορά δεν έβλεπα σκυθρωπά πρόσωπα ή έστω λίγη θλίψη. Λοιπόν ή ο μακαρίτης ο κύριος Αντώνης δεν ήταν καθόλου συμπαθής και όλοι χαίρονταν που αποδήμησε , ή αυτοί οι άνθρωποι είναι μιας άλλης νοοτροπίας – ίσως είναι ξένοι – ή τους άφησε καμιά μεγάλη περιουσία ή έχουν όλοι τους τρελαθεί! Άλλη λογική εξήγηση δεν υπάρχει.

Πήρα λοιπόν από το φορτηγάκι τις ανθοστήλες. Τις μετάφερα δύο – δύο, όπως και τα στεφάνια και ακούμπησα την ανθοδέσμη σε μια καρέκλα που βρισκόταν έξω το εκκλησάκι. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση που δεν είχε φτάσει ακόμα ο κύριος Ζήσης. Μάλλον θα είχα φτάσει αρκετά νωρίς. Μπήκα στο φορτηγάκι να πάρω το κινητό μου για να καλέσω τον κύριο Ζήση. Βγήκα από το φορτηγάκι και περπατώνταςτου τηλεφώνησα δύο φορές. Καμία από τις δύο δεν το σήκωσε. Έκανα μια βόλτα στην περιοχή. Ήταν όμορφη με χαμηλά σπίτια, φαρδιά πεζοδρόμια, πολύ πράσινο και όλοι οι δρόμοι είχαν ονόματα λουλουδιών. Πρώτη φορά βρισκόμουν σε αυτή την περιοχή. Αφού ολοκλήρωσα τη βόλτα μου, αποφάσισα να επιστρέψω στο εκκλησάκι να ελέγξω μήπως ο κύριος Ζήσης ήταν εκεί. Δεν ήταν πουθενά. Κοίταξα προς το εκκλησάκι. Η ανθοδέσμη δεν βρισκόταν εκεί που την είχα αφήσει και φαινόταν να υπάρχει κάποια κίνηση στο εσωτερικό. Πλησίασα στην είσοδο. Μάλλον ήρθε ο κύριος Ζήσης σκέφτηκα και προχώρησα προς τα εκεί. Μπαίνω στη εκκλησία και τι να δω; Μια νύφη γύρω στα ογδόντα σχεδόν λιπόθυμη να της κάνουν αέρα, με την ανθοδέσμη μου με τα αμάραντα στο ένα χέρι και στο άλλο να της μετράνε την πίεση. Τονγαμπρό – ογδονταπεντάρης στα σίγουρα- αναψοκοκκινισμένο, έχοντας σχεδόν το εγκεφαλικό στο τσεπάκι του, να τηλεφωνεί σε αυτόν που ήταν υπεύθυνος για τον ανθοστολισμό – αλλά όχι εμένα- και όλα αυτά με φόντο τα στεφάνια με τις συλλυπητήριες ευχές.

Μην μπορώντας να αποφασίσω αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω, βλέπω τον κύριο που είχα συναντήσει νωρίτερα να γυρίζει προς το μέρος μου, να απλώνει το χέρι του, να τεντώνει το δείκτη του δείχνοντάς με και να φωνάζει:

«Αυτός είναι!!»

Τότε μην προλαβαίνοντας να αντιδράσω, πετάγεται ο γαμπρός, με αρπάζει από το γιακά και αρχίζει να με ταρακουνάει. Για τόσο ηλικιωμένο άντρα το έλεγε η περδικούλα του, δεν μπορώ να πω, τον θαύμασα!

«Βρε αλήτη, γιατί μας έκανες τέτοιο χουνέρι; Αυτά είχαμε κανονίσει βρε; Τόσα λεφτά σου έδωσα για να έρθεις και να μας κοροϊδέψεις; Ξαναβρήκα τη γυναίκα της ζωής μου μετά από τόσα χρόνια χηρείας και θα μου τη στείλεις κι αυτή στον άλλο κόσμο;»

Και πριν προλάβω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και όντας στο μεταίχμιο να γελάσω με όλα αυτά κι ας με ταρακουνούσε έξαλλος ο γαμπρός, ακούγεται ξαφνικά από την πόρτα μια φωνή:

«Ήρθα για τον ανθοστολισμό, συγγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά μου έκλεψαν το κινητό και δεν είχατρόπο να σας ειδοποιήσω. Από περαστικό ζήτησα να πάρω ένα τηλέφωνο στο μαγαζί για να μου πουν τη διεύθυνση και ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν περίμενα να είχατε ξεκινήσει τόσο νωρ..» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και κάρφωσε το βλέμμα του στο στεφάνι που έγραφε Καλό ταξίδι λατρεμένε μου Αντώνη, η σύζυγός σου. Γούρλωσε τα μάτια και είπε:

«Πέθανε ο γαμπρός;»

Τότε ήταν η στιγμή που ο γαμπρός με άφησε ελεύθερο και πήγε να σωριαστεί. Σηκώθηκε η παρ ολίγον νύφη για να καθίσει ο ίδιος. Μέσα στον αναβρασμό, χτυπάει καιτο τηλέφωνό μου. Ήταν ο κύριος Ζήσης- εν εξάλλωκαταστάσει και αυτός – να ρωτάει:

«Μα πού είσαι; Δεν σου είχα πει να είσαι εδώ στις δέκα και μισή; Έχουν έρθει όλοι οι συγγενείς και η χήρα δεν αντέχει άλλο. Θα τη χάσουμε κι εκείνη αν καθυστερήσεις λίγο ακόμα και θα το έχεις κρίμα στο λαιμό σου! Γιατί δεν μιλάς;»

«Μάλλον έχει γίνει κάποιο μπέρδεμα» είπα κοιτώντας το γαμπρό, που του μετρούσαν την πίεση και να του έδινανένα χάπι.

«Τι είδους μπέρδεμα;» ρώτησε φωνάζοντας ο κύριος Ζήσης.

«Βρίσκομαι κάπου αλλού»

‘Όταν δε του είπα, πως βρισκόμουν στην άλλη άκρη της πόλης, μουρμούρησε κάτι πολύ προσβλητικό και μου έκλεισε το τηλέφωνο.

Η δουλειά μου λοιπόν εδώ είχε τελειώσει για σήμερα. Μπήκα στο εκκλησάκι να πάρω τις ανθοστήλες και τα στεφάνια μου. Να τους αδειάσω και τη γωνιά και να πάω να τα πετάξω. Άλλωστε μου ήταν άχρηστα. Πήγα να ξεστολίσω, όταν με πλησίασε ο φωτογράφος:

«Άστα μην τα παίρνεις»

«Και τι θα τα κάνετε;» ρώτησα όλο απορία.

«Πού ξέρεις, μπορεί σύντομα να τα χρειαστούμε για το γαμπρό»

«Και το όνομα που γράφει επάνω στα στεφάνια;» ξαναρώτησα.

«Το γαμπρό.. τον λένε Αντώνη!»

Έφυγα από την εκκλησία ζητώντας συγγνώμη για την αναστάτωση. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Μία εβδομάδα αργότερα, κατέφτασε με το ταχυδρομείο ένας φάκελος που είχε μέσα μια φωτογραφία. Μπροστά από τη φωτογραφία είχε και ένα σημείωμα που έγγραφε:

 

Σε ευχαριστώ! Έβγαλα μια από καλύτερες φωτογραφίες της καριέρας μου και δεν ήταν καν στημένη! Α! Αρχικά να σου πω, πως είναι και οι δυο τους καλά στην υγεία τους.Και ο γαμπρός και η νύφη.

Υ.Γ. Τη διεύθυνσή σου τη βρήκα από τα στεφάνια.

 

Ακούμπησα το σημείωμα στον πάγκο και έβγαλα τη φωτογραφία. Ο κύριος Αντώνης στην καρέκλα σωριασμένος, να του παίρνουν την πίεση. Η νύφη με την ανθοδέσμη με τα αμάραντα, να του κάνει αέρα και από πίσω τους το στεφάνι που έγραφε, Καλό ταξίδι λατρεμένε μου Αντώνη, η σύζυγός σου.

Με την κουβέντα ξέχασα και να σας συστηθώ. Μακάριος Λουλούδης, ανθοπώλης του νεκροταφείου.

Έλλη Πάνου