Κείμενο του Κώστα Σκούρτη

«Άσε ρε φίλε, τι να σου πω• ξέρεις τελευταία δεν βγαίνω και πολύ έξω. Σπίτι φίλε, σπίτι.. κλείνω και τα παράθυρα, κουρτίνες και τα ρέστα.. τι μου λες τώρα.. να προχθές που κατέβηκα στην πλατεία ντε, για τσιγάρα ντε, απόγεμα, να ‘χει πέσει ο ήλιος… δεν το μπορώ τον πούστη, κουφάλα είναι… τι να σου λέω ρε…. Τα ξέρεις, δεν τα ξέρεις;.. τα ίδια, μια ζωή τα ίδια.. Έτσι μου ‘ρχεται ρε συ καμιά φορά να φτερνιστώ, να φτερνιστώ με τόση δύναμη που να τα πάρω όλα σβάρνα, να τα γυρίσω τούμπα, να τουμπάρω κι εγώ μαζί τους, να ‘ρθούμε τ’ ανάποδα ρε φίλε, κουλουβάχατα, τα πάνω κάτω που λένε, να χαθεί όλη η τάξις, να φλιπάρει το μυαλό μας και να μιλάμε ακαταλαβίστικα μπας και συνεννοηθούμε ρε φίλε, να πούμε δυο κουβέντες καθαρές, καθαρές και λεύτερες.. α, ρε φίλε, α, ρε φίλε.. αψού, αψού, αψουουού..αψουουού» και μπήγει κάτι κλάματα που λες ο Μπίλης άλλο πράγμα. Δεν τον συνέφερα με τίποτα . «Ρε Μπιλάκο», «ρε καλό μου», «ρε χρυσό μου», «ηρέμησε ρε, κούλαρε ρε Μπίλη»…«αψού ρε φίλε, αψουουού, αψουουού» και δώσ’ του κλάμα ο Βασιλάκης, να μη συνέρχεται με τίποτα.

Με πήρανε και μένα τα ζουμιά. Καλό παιδί ο Βασίλης, πέρναγα και τον έβλεπα που και που και τα λέγαμε, μου τα ‘λεγε δηλαδή.. Έχεις δίκιο ρε μπιλάκο, όπως τα ‘λεγες.. ο καθένας το ρόλο μας και όλα καλά, όλα μέλι γάλα. Εσύ θα είσαι ο τρελός, ο φευγάτος• άλλοι θα σε λεν ρομαντικό κι ευαίσθητο και άλλοι θα σε χλευάζουν. Εγώ μπορεί και να συγκινηθώ και καθότι φίλος απ’ τα παλιά και καθότι σ’ αγαπάω ρε Μπίλη και καθότι και αντεξουσιαστής και πολιτικοποιημένος που λένε, θα μου τη δώσει μ’ αυτά που λες και θα γράψω κανά κείμενο, να πάρω τον πόνο σου, το κλάμα σου, το φτέρνισμά σου και να το κάνω πρόταση πολιτική. Να οργανώσω την κραυγή σου με λέξεις και προτάσεις που θα της δώσουν ένα σαφές πολιτικό νόημα και να την κάνω παρέμβαση . Και τη δικιά μου την παρέμβαση, που λες, να την διαβάσουνε τίποτα διανοούμενοι κολωνακιώτες και να συγκινηθούν και να την κουβεντιάζουνε με γαλλικό καφέ και κρουασάν και να γίνουν και εκδηλώσεις και χάπενινγκς που λένε και οι φυλλάδες ν’ αφιερώνουν σελίδες και οι σελίδες να πουλάνε.. και να σου οι εταιρίες και να σου κι οι σεκιουριτάδες και να σου οι κοσμικοί και να σου κι οι τηλεοράσεις να μιλάνε για την τρέλα του Βασίλη και να σου τα κόμματα να κάνουν σύνθημα της ψυχής σου το συνάχι και να φτερνίζονται μαζί σου και να σου τιμές και να σου πανηγύρια και να σου και η χορωδία του δήμου παραμονές Χριστούγεννα να τραγουδάει περήφανα και δυνατά:

«Αψού αψουού αψουουού να ‘ρθουν τα πάνω κάτω

Αψού αψουού αψουουού να τα γυρίσουμε όλα

Αψού αψουού αψουουού να μας πάρει και να μας σηκώσει

Αψού αψουού αψουουού αψουουουού αψουουουού…»

Γείτσες ρε Βασίλη, γείτσες ρε φίλε.