Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!

Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.

Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Παρακάτω η ιστορία της Βασιλικής Πήχου

Κατηφόρισα γρήγορα το βρεγμένο μονοπάτι ενώ ένιωθα τον άνδρα να με πλησιάζει όλο και περισσότερο. Μπορεί να κούτσαινε αλλά για έναν περίεργο λόγο κρατούσε μια σταθερή απόσταση μεταξύ μας. Σκέφτηκα προς στιγμή να τρέξω αλλά ήταν σίγουρο πως θα γλιστρήσω και τότε θα ήταν πια αργά. Ένα αυτοκίνητο πέρασε από τον επάνω δρόμο και για δειλά σκέφτηκα να τρέξω και πεταχτώ μπροστά του. Ίσως και να ήταν καλύτερα έτσι. Εγκαταλείποντας την ιδέα, συνέχισα στον ίδιο ρυθμό, μέχρι που έφτασα εκεί που ξεκίναγε η άμμος. Το φεγγάρι ήταν τόσο χαμηλά στον ορίζοντα που νόμιζες πως έσκυψε για να δώσει ένα φιλί στη θάλασσα. Και τι δεν θα έδινα να ήμουν τώρα στο μπαλκόνι μου πίνοντας ένα ποτήρι δροσερό κρασί. Φυσούσε επιπλέον και αυτό το ζεστό αεράκι που σε συνδυασμό με την υγρασία από τη βροχή της προηγούμενης ώρας, με έκανε να κολλάω ολόκληρη. Τον συλλογισμό μου διέκοψε ο ήχος μιας μηχανής από κάποιο καΐκι που ήταν στα ανοιχτά. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μονοπάτι και δεν τον έβλεπα πουθενά. Πώς ήταν δυνατόν; Μέχρι πριν λίγο ένιωθα την παρουσία του τόσο κοντά μου. Περιεργάστηκα για λίγο το μέρος ψάχνοντας ένα απόμερο σημείο να κρυφτώ. Αν μπορούσα να περάσω τα βράχια στα αριστερά της παραλίας, το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να βρεθώ απλά σε μια άλλη. Με το μυαλό μου συνεχώς να στριφογυρίζει, γονάτισα στην άμμο. Έπιασα με τα χέρια μου το πρόσωπό μου στην προσπάθειά μου να καταλαγιάσω την απόγνωσή μου. Ξαφνικά ένιωσα κάτι να μου κόβει τον αέρα και σηκώθηκα γυρίζοντας προς τα πίσω. Τίποτα. Στρέφοντας ξανά μπροστά μου, στεκόταν εκεί και με κοίταζε με εκείνα τα ματωμένα μάτια. Μάταια ήλπιζα πως κάτι έγινε και αυτή τη φορά είχα γλιτώσει. Η ανάσα του βαριά, σα να έτρεχε τόση ώρα, ξεχύνονταν από το στόμα και τα ρουθούνια του. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο λες και δεν αποτελούνταν δέρμα αλλά ένα εύπλαστο υλικό που μπορούσες να το ζουλήξεις. Ήξερα ήδη πως ήταν οι τελευταίες μου στιγμές στη ζωή, και προσπάθησα να αναμοχλεύσω μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια. Αυτά τα μάτια τα είχα ξαναδεί όταν ήμουν παιδί… Ένα κύμα έσκασε στην άμμο και μούσκεψε τα πόδια μου. Το επόμενο που ένιωσα ήταν έναν πόνο και τότε είδα το μαχαίρι να μου κόβει την κοιλιά. Το ζεστό αίμα σε συνδυασμό με το κρύο νερό στα πόδια έμοιαζε με λύτρωση. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο