Η δημιουργία της οικογένειας προέκυψε αρχικά ως ανάγκη του ανθρώπου να επιβιώσει. Αφού αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει μόνος τους στις δυσκολίες, ο άνθρωπος προχώρησε σε σχηματισμούς ομάδων προκειμένου να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες. Η συνειδητοποίηση αυτή σε συνδυασμό με την ανάγκη για την προστασία από τα φυσικά φαινόμενα, οδήγησε στη συνύπαρξη περισσότερων ατόμων εντός ενός περίκλειστου χώρου. Έτσι, λοιπόν, άρχισε να διαμορφώνεται η πρώτη ομάδα με δυο προεξάρχοντα στοιχεία: 1) τη συνύπαρξη περισσότερων του ενός ατόμων και 2) την ικανοποίηση πρωταρχικών αναγκών. Στη συνέχεια προστέθηκε η ανάγκη για παροχή ικανοποίησης και ελέγχου του θυμικού -συμπεριλαμβανομένων και των σεξουαλικών σχέσεων. Με τη διεύρυνση της κοινωνίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανάγκη οργάνωσης της, αυτό το πρώτο δομημένο σχήμα εξελίχθηκε σε μια θεσμοθετημένη βιο-κοινωνική ομάδα.

Σύμφωνα με το Λεξικό Ψυχολογίας του Ν. Παπαδόπουλου (2005), η οικογένεια είναι ένας κοινωνικός θεσμός βασισμένος κατ’ άλλους στη σεξουαλικότητα και κατ’ άλλους και στην κοινωνική ανάγκη. Η μορφή της οικογένειας ποικίλει ανάλογα με τα πολιτισμικά δεδομένα (μονογαμία – πολυγαμία).   

Αξίζει να συνεχίσουμε αυτό το ταξίδι στην έννοια της οικογένειας εξετάζοντας τις επιμέρους λέξεις που την συνθέτουν και πως αυτές συνέβαλαν εν συνεχεία στον (καθ)ορισμό της.

Ο «οικογενής» ήταν αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι (οίκος + γίγνομαι) και χρησιμοποιούνταν για τους δούλους. Κατά συνέπεια, ο πρωταρχικός ορισμός της λέξης «οικογένεια» ήταν το σύνολο των υπηρετών και των δούλων που ζούσαν στο ίδιο κατάλυμα. Στην Ελλάδα ο όρος «οικογένεια» απαντάται για πρώτη φορά σε μεσαιωνικά (βυζαντινά) κείμενα, όχι στην κλασσική και την ελληνιστική περίοδο, και αποτελείται από τα δύο συνθετικά: «οίκος» και «γένος».

οικογένεια: ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με δεσμούς αίματος και συνήθως κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη

(Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη)

Η ετυμολογία, λοιπόν, της λέξης «οικογένεια» περιλαμβάνει αφενός μεν την έννοια του γένους (συγγένεια), αφετέρου δε την έννοια της ανταλλαγής οικιακών υπηρεσιών ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη (οικία). Έτσι αναδεικνύεται το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της  κοινής οικονομίας και της κοινής κατανάλωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά οδηγούν στους όρους «νοικοκυριό», «σπίτι», «σπιτικό».

Έχοντας διανύσει αυτή την ετυμολογική διαδρομή, θα προχωρήσουμε στην εννοιολογική διαδρομή της οικογένειας, καθώς είναι ένας όρος που έχει απασχολήσει τόσο την επιστήμη όσο και την τέχνη.

Στο Λεξικό Ψυχολογίας του N. Sillamy (1983), η οικογένεια ορίζεται ως το σύνολο των ατόμων που είναι ενωμένα με δεσμούς γάμου, αίματος ή υιοθεσίας, και τα οποία ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη ή, αν είναι χωριστά, αναγνωρίζουν ένα κοινό σπίτι.

Αυτός ο ορισμός παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αρκετούς λόγους. Κατ’ αρχήν αναφέρεται πρωτίστως στην «πυρηνική οικογένεια». Με εξαίρεση την αναφορά στην υιοθεσία, αναγνωρίζει ότι ο σύνδεσμος μεταξύ των ατόμων που συν-οικούν είναι αυτός της συγγένειας που δημιουργείται με το γάμο και τη γέννηση. Όπως φαίνεται, ο γάμος ως θεσμός συνδέθηκε άρρηκτα με αυτόν της οικογένειας προκειμένου να καθορίσει τη βασική σχέση δυο ατόμων που κατοικούν στο ίδιο σπίτι αλλά δεν είναι συγγενείς. Αυτό επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο αντίληψης του πυρήνα της οικογενειακής σχέσης σε περίπτωση που δεν υπάρχουν παιδιά. Αν, λοιπόν, δυο άνθρωποι ζουν κάτω από την ίδια στέγη αλλά δεν είναι παντρεμένοι ή συγγενείς, δεν θεωρούνται οικογένεια!

Σε νομικό επίπεδο, αυτό άλλαξε στην Ελλάδα το 2008 με την εισαγωγή του Συμφώνου Συμβίωσης για ετεροφυλόφιλα ζευγάρια και το 2015 για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, αντικατοπτρίζοντας έτσι μια σημαντική θεσμική αναγνώριση της συνύπαρξης χωρίς γάμο. Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί ένας ορισμός της οικογένειας ως μια θεσμοθετημένη βιο-κοινωνική μονάδα που αποτελείται από δύο τουλάχιστον ενήλικα άτομα -συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά διαφορετικού φύλου- μη συγγενικά εξ αίματος που έχουν συζευχθεί (αν και αυτό δεν είναι απαραίτητο).

Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, το 2020 συνάφθηκαν 3.618 σύμφωνα συμβίωσης έναντι 3.270 γάμων.

https://www.notospress.gr/ellada/story/51394/gamoi-diazygia-kideies-vaftiseis-genniseis-deite-statistika-tis-4etias?fbclid=IwAR3mK0reCdy0APbpnXUEBfcLs8P4dPXCbvhSaT-YV4dL9HSj630ELieO3XA  

Όσον αφορά τα παιδιά, η ύπαρξη των οποίων κατά πολλούς καθορίζει την ύπαρξη οικογένειας, είναι σημαντικό να πούμε ότι το ενδιαφέρον γι’ αυτά υπήρχε  στην  αρχαιότητα, αλλά έπαψε να  υπάρχει  στο  Μεσαίωνα  και  δεν  επανήλθε  παρά  στα  ανώτερα  κοινωνικά  στρώματα,  γύρω  στο  τέλος  του  16ου  αιώνα.

Μπορούν δυο ενήλικες να ονομάζονται οικογένεια χωρίς την ύπαρξη ενός παιδιού, αλλά ένα παιδί αντιλαμβάνεται διαφορετικά την έννοια της οικογένειας. Ας μην ξεχνάμε ότι η θεωρία του Φρόυντ για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα βασίστηκε στην τριάδα μητέρα-πατέρας-παιδί. Οι μεταγενέστερες ψυχαναλυτικές θεωρίες αντικειμένου (object-relations theory) καθώς και η θεωρία προσκόλλησης (attachment theory) αναπτύχθηκαν πάνω στη βασική θεώρηση ότι η ανάπτυξη του παιδιού καθορίζεται από τη σχέση που αναπτύσσει με τον σημαντικό Άλλο (συνήθως τη μητέρα) και το περιβάλλον. Η ευαλωτότητα (vulnerability) στην εμφάνιση ψυχικών δυσλειτουργιών ή ακόμα και ψυχικών ασθενειών συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον όπου μεγαλώνει ένα παιδί. Και το debate nature vs nurture που έχει απασχολήσει κατ’ εξοχήν τον κλάδο της ψυχολογίας δεν έχει καταλήξει σε κάποιο οριστικό συμπέρασμα. Η φύση (του ατόμου) και το περιβάλλον (ανατροφής) είναι αλληλένδετα. Η περίπτωση των παιδιών που αφήνονται κατά το χρόνο της γέννησης τους είναι μια πολύ χαρακτηριστική για τη σημασία του περιβάλλοντος κατάσταση.

Επανερχόμενοι, λοιπόν στον ορισμό του Sillamy για την ανάγκη δεσμών αίματος μεταξύ των συν-οικούντων, αυτό σημαίνει ότι όσον αφορά τα παιδιά θα πρέπει να είναι βιολογικά τέκνα του παντρεμένου ζευγαριού. Η θεώρηση αυτή  καθόρισε βαθιά την έννοια της οικογένειας μέσα στα χρόνια. Τα λεγόμενα «εξώγαμα» τέκνα δεν είχαν κανένα περιουσιακό ή άλλο δικαίωμα έναντι των νόμιμων τέκνων, ενώ ταυτόχρονα ήταν εκτεθειμένα στην κοινωνική κατακραυγή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Διονύσιου Σολωμού, ο οποίος ήταν νόθο τέκνου του Κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριας Αγγελικής Νίκλη. Την αδικία αυτή ήρθε ν’ ανατρέψει η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου που έγινε το 1983, οπότε επετεύχθη η πλήρης εξομοίωση των τέκνων που γεννώνται εντός γάμου με τα τέκνα που γεννώνται χωρίς γάμο των γονέων τους. Εκτός από την αποκατάσταση της αδικίας, άνοιξε και ο δρόμος για την θεσμοθέτηση της μονογονεϊκής οικογένειας.

Η πρώτη ρωγμή που έγινε στη βιολογική συγγένεια γονέων και παιδιών ήταν ο θεσμός της υιοθεσίας. Πραγματική τομή, όμως, αποτέλεσε η εξέλιξη της ιατρικής στον τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ανοίγοντας νέους δρόμους στην έννοια της «συγγένειας», καθώς είναι εφικτό πλέον να γεννιούνται παιδιά με ξένο βιολογικό υλικό. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα είναι νόμιμη η απόκτηση τέκνου με τη συμβολή παρένθετης μητέρας.

Κλείνοντας τον Φάκελο Οικογένεια, θέλω να επιστρέψω στο πρωταρχικό ορισμό της, το σύνολο των υπηρετών και των δούλων που ζούσαν στο ίδιο κατάλυμα. Άθελα του αντικατοπτρίζει συμβολικά τους λόγους για τους οποίους η οικογένεια είναι, και θα είναι, πολύ σημαντική. Ο πρώτος λόγος είναι ότι αναγνωρίζει την ανάγκη συνύπαρξης. Ο ποιητής έγραψε: Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Χρειαζόμαστε τον Άλλο, όποιος κι αν είναι αυτός. Από μόνοι μας, δεν είμαστε οικογένεια. Και τέλος, όσο κι αν κάποιος είναι σε θέση να ισχυριστεί ότι επέλεξε τον δικό του τρόπο να φτιάξει οικογένεια, θα είναι πάντα «δούλος» της δικής του οικογένειας, αφού αναπόφευκτα θα έχει εν-ψυχώσει όλα όσα τον συνόδεψαν στην πατρίδα της παιδικής ηλικίας.