Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ ήταν ένας από τους πρώτους φιλοσόφους του 19ου αιώνα που υποστήριξαν ότι το σύμπαν μόνο ορθολογικό δεν μπορεί να θεωρείται. Ξεκινώντας από τον Πλάτωνα και τον Καντ – και οι δύο θεωρούσαν ότι ο κόσμος είναι δυνατόν να οδηγηθεί σε λογικές συμπεριφορές– ο Σοπενχάουερ κατέληξε σε μια κατά βάση ασκητική άποψη που αναγνώριζε τη δύναμη του ενστίκτου και τόνιζε ότι απέναντι σ’ έναν κόσμο ανελέητης ανταγωνιστικότητας, θα πρέπει να αντιδράσουμε καταπολεμώντας, όσο μας παίρνει, τις φυσικές μας ροπές, με σκοπό να πετύχουμε την ψυχική γαλήνη και να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός πιο φιλικού σύμπαντος. Από εκεί μέχρι τις Βέδες και τον Βουδισμό η απόσταση ήταν πάρα πολύ μικρή, καθώς για τον Σοπενχάουερ, παρά το ότι ο Χριστιανισμός συνιστούσε επανάσταση έναντι της απλοϊκής ιουδαϊκής έκφανσης του μονοθεϊσμού, το κατ’ εξοχήν ζητούμενο ήταν η κατάδειξη της έννοιας της «βουλητικής ακεραιότητας», όπως παρουσιάζεται στις ινδουιστικές θρησκείες.

Ο Σοπενχάουερ είναι γνωστός στον περισσότερο κόσμο σαν φιλόσοφος της απαισιοδοξίας, στην πραγματικότητα όμως αυτό που έκανε ήταν να προσπαθεί να βρει τρόπους αντίστασης στην απογοήτευση και την αθλιότητα της ανθρώπινης ζωής μέσα από καλλιτεχνικές, ηθικές και ασκητικές μεθοδεύσεις. Έτσι, από το θάνατό του και μετά, η φιλοσοφία του επηρέασε πολλούς και σημαίνοντες ανθρώπους του πνεύματος, τον Νίτσε, τον Βάγκνερ, τον Βιτγκενστάιν, τον Αϊνστάιν, τον Φρόυντ, τον Μπόρχες, ενώ εξακολουθεί να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία σε όσους προβληματίζονται σχετικά με το νόημα της ανθρώπινης ζωής και σε όσους ασχολούνται επαγγελματικά με τη μουσική, τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες.

so.jpg

 

 

Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1788, ακριβώς ένα μήνα μετά τον άγγλο ρομαντικό ποιητή λόρδο Βύρωνα, στο Ντάντσιχ (το σημερινό πολωνικό Γκντανσκ), μια πόλη που ανήκε στη Χανσεατική Λίγκα και είχε έντονη διεθνή εμπορική δραστηριότητα. Η οικογένειά του είχε ολλανδική καταγωγή κι ο πατέρας του, ένας πετυχημένος και πλούσιος έμπορος και εφοπλιστής, τον προόριζε για διάδοχό του στην οικογενειακή επιχείρηση. Τον Μάρτιο του 1793, όταν ο Σοπενχάουερ ήταν πέντε χρονών, το Ντάντσιχ ενσωματώθηκε στο πρωσικό κράτος και η οικογένεια μετακόμισε στο Αμβούργο. Χάρη στις εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα, ο Σοπενχάουερ επισκέφθηκε πολλές χώρες της Ευρώπης, στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ενώ έζησε για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα στη Γαλλία (1797-99) και στην Αγγλία (1803), και έμαθε καλά τις αντίστοιχες γλώσσες. Όπως έγραψε αργότερα, οι εμπειρίες του στη Γαλλία ήταν απ’ τις ευτυχέστερες στη ζωή του. Αντίθετα, οι εμπειρίες του από το αγγλικό σχολείο που παρακολούθησε εσωτερικός στα δεκαπέντε του ήταν μάλλον τραυματικές και του εμφύσησαν μόνιμη απέχθεια για τη χριστιανική θρησκεία, ιδιαίτερα στην αγγλοσαξονική της εκδοχή.

Ωστόσο οι επαγγελματικές ασχολίες του εμπόρου και του τραπεζίτη δεν ταίριαζαν και τόσο με την ακόρεστη φιλομάθεια του Σοπενχάουερ. Παρ’ όλα αυτά, μετά το θάνατο του πατέρα του (στο Αμβούργο το 1805), έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να ακολουθήσει την πεπατημένη, αλλά σύντομα εγκατέλειψε πανικόβλητος τη μάχη και στα δεκαεννιά του άρχισε να ετοιμάζεται για πανεπιστημιακή καριέρα. Στο μεταξύ, η μητέρα του, η Γιοχάνα Ενριέτα Σοπενχάουερ (1766-1838), κόρη γερουσιαστή, μαζί με την αδερφή του, την Λουίζα Αδελαΐδα Λαβίνια Σοπενχάουερ, εγκατέλειψαν το σπίτι τους στο βαρετό Αμβούργο και μετακόμισαν στην κοσμοπολίτικη Βαϊμάρη, όπου η Γιοχάνα φιλοξενούσε στο σαλόνι της μερικούς απ’ τους πιο γνωστούς διανοουμένους της εποχής. Ένας από τους μόνιμους θαμώνες του σαλονιού της ήταν ο στενός της φίλος Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1749-1832). Η Γιοχάνα είχε η ίδια έντονη συγγραφική δραστηριότητα και είχε γίνει ευρύτερα γνωστή από τα δοκίμια, τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις, τα μυθιστορήματα και τις βιογραφίες που είχε εκδώσει.

Το 1809, ο Σοπενχάουερ γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, όπου παρέμεινε δύο χρόνια. Αρχική του επιλογή ήταν η ιατρική, αλλά σύντομα μεταπήδησε στη φιλοσοφία. Στο Γκέτινγκεν επηρεάστηκε από τις απόψεις του σκεπτικιστή φιλοσόφου Γκότλομπ Ερνστ Σούλτσε (1761-1833), ο οποίος τον μύησε στον Πλάτωνα και στον Καντ. Συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1911-13), όπου είχε καθηγητή τον φιλόσοφο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε και τον θεολόγο Φρήντριχ Σλαϊερμάχερ. Στα δύο πανεπιστήμια παρακολούθησε μαθήματα φυσικής, ψυχολογίας, αστρονομίας, ζωολογίας, αρχαιολογίας, φυσιολογίας, ιστορίας, λογοτεχνίας και ποίησης. Το 1813, σε ηλικία 25 ετών, έχοντας φτάσει στο στάδιο όπου έπρεπε να γράψει τη διδακτορική του διατριβή, μετακόμισε στο Ρούντολστατ, μια κωμόπολη νοτιοδυτικά της Ιένας, όπου εγκαταστάθηκε, ειδικά για τον σκοπό αυτό, στο πανδοχείο Τσουμ Ρίτερ. Ο τίτλος της διατριβής του ήταν “Η τετραπλή προέλευση της αρχής του επαρκούς αιτίου και απετέλεσε τον πυρήνα της μετέπειτα φιλοσοφίας του, αφού εκεί διαμόρφωσε για πρώτη φορά τα επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσε αργότερα για να χαρακτηρίσει αγύρτες και τσαρλατάνους τους κυριότερους γερμανούς ιδεαλιστές φιλοσόφους της εποχής, και συγκεκριμένα τον πρώην καθηγητή του Φίχτε αλλά και τους Σέλινγκ και Χέγκελ. Την ίδια χρονιά, ο Σοπενχάουερ υπέβαλε τη διατριβή του στο γειτονικό πανεπιστήμιο της Ιένας, το οποίο και του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα, ερήμην, αφού ο φιλόσοφος δεν καταδέχτηκε να πάει να τον παραλάβει.

Από τo 1814 ώς το 1818 ο Σοπενχάουερ έζησε στη Δρέσδη, όπου ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την επέκταση της θεωρίας του περί τετραπλής προέλευσης στο δεύτερο και σημαντικότερο βιβλίο του, το οποίο ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1818 και εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους με τίτλο Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση. Την ίδια εποχή, θέλοντας να εμβαθύνει στη θεωρία του Γκαίτε περί χρωμάτων, έγραψε το βιβλίο Περί όρασης και χρωμάτων (1816). Στη Δρέσδη γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο και μασόνο Καρλ Κρίστιαν Φρήντριχ Κράουζε (1781-1832), ο οποίος φαίνεται να τον επηρέασε ιδιαίτερα με τις πανενθεϊστικές του απόψεις. Ο πανενθεϊσμός, σε αντίθεση προς τον πανθεϊσμό, υποστηρίζει ότι αυτό που καταλαβαίνουμε και φανταζόμαστε ως σύμπαν είναι μεν μια πλευρά του θείου, αλλά ο θεός ως ύπαρξη υπερβαίνει αυτή την προβολή και δεν ταυτίζεται ούτε εξαντλείται από το σύμπαν, όπως εμείς μπορούμε να το φανταστούμε και να το κατανοήσουμε. Ο τρόπος με τον οποίο κατανοούσε ο Σοπενχάουερ το «πράγμα καθεαυτό» του Καντ θυμίζει έντονα τις απόψεις του πανενθεϊσμού. Στο βασικό του έργο, ανάμεσα στα άλλα, αναπτύσσει το συμπέρασμα του Καντ στην Κριτική του καθαρού λόγου, ότι εμείς δημιουργούμε τους νόμους της φύσης. Ο Σοπενχάουερ προχωράει ένα βήμα παρακάτω συμπεραίνοντας ότι εμείς οι άνθρωποι δημιουργούμε την βίαιη εκδοχή της φύσης, αφού την «εξατομίκευση», την οποία επιβάλλουμε στα πράγματα, στην ουσία την απευθύνουμε σε μια τυφλή μαχητική ενέργεια, η οποία, μόλις εξατομικευτεί και υλοποιηθεί, στρέφεται εναντίον του εαυτού της, τρώει τις σάρκες της και ασκεί βία κατά του εαυτού της. Η δίψα του ανθρώπου για επιστημονική και πρακτική γνώση δημιουργεί έναν κόσμο που τρώει τον εαυτό του.

Από εκεί ξεκινάει η περίφημη απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ: θεωρεί ότι ως άτομα είμαστε τα δυστυχή προϊόντα της ίδιας μας της επιστημολογικής δραστηριότητας κι ότι μέσα στον κόσμο της φαινομενικότητας, τον οποίο κατασκευάζουμε, η μοίρα μας είναι να συγκρουόμαστε με άλλα άτομα και να επιδιώκουμε πάντα να αποκτήσουμε πιο πολλά απ’ όσα δικαιούμαστε. Κατά τον Σοπενχάουερ, ο κόσμος της καθημερινής ζωής είναι στην ουσία του βίαιος και απαγορευτικός, είναι ένας κόσμος που ποτέ δεν πρόκειται να οδηγηθεί σε φάση μεγαλύτερης ηρεμίας, όσο ισχύει για τη συνειδητότητά μας –στο ακέραιο– η αρχή του επαρκούς αιτίου με την τετραπλή της προέλευση. Δηλώνει ευθαρσώς ότι η καθημερινή ζωή «είναι μαρτυρική» και αν θα μπορούσαμε να την παραλληλίσουμε με κάτι, αυτό θα ήταν το μαρτύριο του Σίσυφου.

Μετά από διακοπές ενός χρόνου στην Ιταλία και με το βιβλίο του υπό μάλης, ο Σοπενχάουερ επιχείρησε να καταλάβει θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, δύο χρόνια νωρίτερα (1818), είχε προλάβει ο περίφημος Χέγκελ να στρογγυλοκαθίσει στην περιζήτητη έδρα φιλοσοφίας του Φίχτε. Ο Σοπενχάουερ είχε την ατυχή ιδέα να κανονίσει το μάθημά του την ίδια ώρα με το μάθημα του «τσαρλατάνου» αλλά δημοφιλέστατου Χέγκελ, με αποτέλεσμα το δικό του μάθημα να το παρακολουθήσουν όλοι κι όλοι πέντε φοιτητές. Δύο χρόνια αργότερα, το 1822, αγανακτισμένος απ’ την έλλειψη αναγνώρισης, εγκατέλειψε το Βερολίνο και ταξίδεψε και πάλι στην Ιταλία, για να καταλήξει έναν χρόνο αργότερα στο Μόναχο. Από εκεί πέρασε στο Μάνχαϊμ και στη Δρέσδη, πριν καταλήξει και πάλι στο Βερολίνο το 1825. Η δεύτερη προσπάθειά του να καθιερωθεί στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου δεν είχε καλύτερη τύχη απ’ την πρώτη, προκαλώντας του έντονη αποστροφή και απογοήτευση. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και η εναντίον του απόφαση του δικαστηρίου στην αγωγή μιας μοδίστρας, της Λουίζας Μαρκέ, η οποία τον είχε κατηγορήσει ότι είχε χειροδικήσει εναντίον της, επειδή μιλούσε δυνατά έξω απ’ την πόρτα του και δεν τον άφηνε να μελετήσει. Η αποτυχία του στον ακαδημαϊκό τομέα τον έκανε να μισήσει ό,τι είχε να κάνει με πανεπιστήμιο και ακαδημαϊκή ζωή, ενώ η περιπέτειά του με τη Λουίζα Μαρκέ δεν βελτίωσε καθόλου τις απόψεις του για της γυναίκες. Εγκαταλείποντας τις οποιεσδήποτε ακαδημαϊκές φιλοδοξίες, έφυγε από το Βερολίνο το 1831, κυρίως για να αποφύγει μια επιδημία χολέρας που πλησίαζε από τη Ρωσία, η οποία παρ’ όλα αυτά, του έκανε τη χάρη και εξόντωσε τον κακό του δαίμονα, τον Χέγκελ. Πρώτα πήγε στο Μάνχαϊμ και μετά, τον Ιούνιο του 1843, στη Φρανκφούρτη, όπου πέρασε τα επόμενα 27 χρόνια σε ένα διαμέρισμα στην όχθη του ποταμού Μάιν. Ζούσε μόνος, με μοναδική παρέα τα δύο γαλλικά κανίς του, και ακολουθούσε αυστηρά την ίδια καθημερινή ρουτίνα.

Ξυπνούσε το πρωί, πλενόταν, μελετούσε και έπαιζε στα διαλείμματα φλάουτο, έτρωγε μεσημεριανό στην Αγγλική Αυλή, ένα πανδοχείο στο κέντρο της πόλης, μετά ξεκουραζόταν, διάβαζε, έκανε τον απογευματινό του περίπατο και ενημερωνόταν για τα τελευταία νέα από τους Times του Λονδίνου. Μερικές φορές παρακολουθούσε συναυλίες και πριν πέσει για ύπνο διάβαζε εμβληματικά γι’ αυτόν κείμενα, όπως οι Ουπανισάδες.

Το 1836, στην τελευταία φάση της ζωής του, ο Σοπενχάουερ έγραψε ένα μικρό έργο με τίτλο Περί της βούλησης στη φύση, με σκοπό να επαναδιατυπώσει τις μεταφυσικές του απόψεις στο φως των τελευταίων επιστημονικών δεδομένων. Στο έργο αυτό, περιλαμβάνονται κεφάλαια σχετικά με τον ζωικό μαγνητισμό και τη μαγεία και κάποια άλλα σχετικά με τη σινολογία. Τα πρώτα φανερώνουν το ενδιαφέρον του για την παραψυχολογία και τα τελευταία είναι πολύτιμα για τις αναφορές τους στον σπουδαίο νεοκομφουκιανιστή διανοούμενο, τον Τσου Σι (1130-1200) αλλά και σε άλλους αξιόλογους σύγχρονους μελετητές της ασιατικής σκέψης, όπως τον Ρόμπερτ Σπενς Χάρντι (1803-1868) και τον Ισαάκ Τζέικομπ Σμιτ (1779-1847). Λίγο αργότερα, το 1839, ο Σοπενχάουερ ολοκλήρωσε ένα δοκίμιο για το οποίο ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος: «Για την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης», για το οποίο πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό της Βασιλικής Νορβηγικής Εταιρείας Επιστημών και Γραμμάτων. Ένα χρόνο αργότερα, το συμπλήρωσε μ’ ένα δεύτερο δοκίμιο: «Για τα θεμέλια της ηθικής», το οποίο δεν κατάφερε να πάρει το βραβείο της Βασιλικής Δανικής Εταιρείας Επιστημών στην Κοπεγχάγη, παρόλο που ήταν το μοναδικό που είχε υποβληθεί. Το 1841, δημοσίευσε ο ίδιος ανενδοίαστα τα δύο δοκίμια σαν ένα ενιαίο έργο με τίτλο Δύο θεμελιώδη προβλήματα ηθικής, και λίγο αργότερα, το 1844, μαζί με την επανέκδοση του έργου Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση, εξέδωσε κι έναν συμπληρωματικό τόμο.

Το 1851, ο Σοπενχάουερ έβγαλε μια διασκεδαστική συλλογή φιλοσοφικών αποφθεγμάτων με τίτλο Πάρεργα και Παραλειπόμενα, και δύο χρόνια μετά, το φιλοσοφικό του έργο άρχισε να βρίσκει την απήχηση στην οποία πάντα απέβλεπε. Βασικό ρόλο σ’ αυτή την αναγνώριση έπαιξε μια θετική κριτική που δημοσιεύθηκε το 1853 ανυπόγραφα στο περιοδικό Westminster Review («Η εικονοκλαστική τάση στη γερμανική φιλοσοφία», του Τζον Όξενφορντ), η οποία, αναγνωρίζοντας τον βασικό ρόλο της «βούλησης» στην κοσμοθεωρία του Σοπενχάουερ, έκανε συγκριτική παρουσίαση του έργου του με το πολύ πιο γνωστό και καθιερωμένο έργο του Φίχτε. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1860, ένα χρόνο μετά την τρίτη έκδοση του βασικού του έργου, ο Σοπενχάουερ πέθανε ανώδυνα από καρδιά στο διαμέρισμά του στη Φρανκφούρτη. Ήταν 72 χρόνων.

 

Λεωνίδας Καρατζάς, από το βιβλίο “Περί θανάτου” των εκδόσεων Γνώση.

Πηγή : protoporia