«Θά σοῦ φανεῖ ἴσως περίεργο ἀλλά στή φυλακή ἡ ζωή συνεχίζεται ὅπως τότε. Οἱ περιορισμοί εἶναι δεξιοτεχνικά στήν πλειονότητά τους συντεταγμένοι ἔτσι πού νά σοῦ δίνουν τήν αἴσθηση πώς ἐσύ ἀποφασίζεις τί θά κάνεις καί τί ὄχι.»

(Απόσπασμα από το έργο Θάνατος μισθωτού)

ΠΡΟΣΟΧΗ: Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Στο έργο του Πέτρου Αμπατζόγλου Θάνατος μισθωτού (1971) το παράδοξο επιτυγχάνεται με τη μορφή της δυστοπίας. Κι εξηγούμεθα: ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Παύλος Μπατής, κλείνεται σε μια πρότυπη φυλακή με όλα τα χαρακτηριστικά, τις ανέσεις και τις ελευθερίες της αστικής ζωής. Βρίσκεται ανεξήγητα δέσμιος μίας παράλογης κατάστασης, αφού έχει συλληφθεί προληπτικά με την κατηγορία του αντικαθεστωτικού. Η άφιξη του Μπατή στη φυλακή δημιουργεί δυνατότητες για επανάσταση, η οποία, ωστόσο, είναι από πριν καταδικασμένη σε αποτυχία από την ίδια της την ηγεσία. Η φυλακή αυτή συμβολίζει την Ελλάδα στη φάση της φιλελευθεροποίησης, ως ένα σύστημα που ελέγχει τη ζωή του ανθρώπου,  χωρίς ποτέ εκείνος να μπορεί να αντιληφθεί τους κανόνες που το διέπουν. Η φανταστική αυτή ανάπλαση μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από υπερβολή, υποβάλλει στον αναγνώστη τις αναπάντεχες,  αλλά όχι και απίθανες εκδοχές της πραγματικότητας.

Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, εγκαίρως, πως το έργο αναφέρεται σ’ ένα μυθοπλαστικό κόσμο πέραν του συνηθισμένου, με στοιχεία φανταστικά, ως προβολή για το μέλλον. Η εκδοχή αυτή δίνει μία διάσταση δυσοίωνης προοπτικής της παρούσας κατάστασης, καθώς το παράδοξο  πιάνει έναν ολόκληρο κόσμο. Στην περίπτωση αυτή, η διαστρεβλωμένη πραγματικότητα είναι αυτό που ο Μπατής αντιλαμβάνεται ως την ουσία της δικής του πραγματικότητας ή μία λογική της προέκταση τραβηγμένη στα απώτατα όριά της. Στο έργο εντοπίζεται  η επιρροή από τον καφκικό εξπρεσιονιστικό τρόπο, μέσω του οποίου προσδίδεται μία παράλογη υφή στην απόδοση της πραγματικότητας. Ειδικότερα, είναι συχνά εμφανής ένας υπαρξιακός προβληματισμός που ταλανίζει τους ήρωες στο πλαίσιο των ταραγμένων ιστορικο-κοινωνικών συνθηκών.

Ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως ο συγγραφέας κατασκευάζει μια φιγούρα με τα χαρακτηριστικά ενός περιθωριακού και ανένταχτου σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ανθρώπου, για να συγκεκριμενοποιήσει τα γενικευμένα αισθήματα του κάθε Έλληνα της περιόδου. Έτσι, η  φυλακή αποτελεί μια διαφανή αλληγορία για την παγίδευση και την επιφανειακή ελευθερία κινήσεων που επιτρέπει η δικτατορία στους φιλήσυχους πολίτες της. Η παγίδα για την οποία μιλά ο συγγραφέας,  παρά το γεγονός πως δίνει την ψευδαίσθηση ελευθερίας κινήσεων στους κρατούμενους, στην πραγματικότητα ελέγχει τη ζωή τους μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα με τους απλούς πολίτες στο πλαίσιο του δικτατορικού καθεστώτος.

Η μη ρεαλιστική και διαστρεβλωμένη πραγματικότητα  της φυλακής  εξωτερικεύει τα αισθήματα του ήρωα μέσω μιας κυριολεκτικοποιημένης μεταφοράς.   Όμως, η μεγαλύτερη παραδοξότητα έγκειται στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της φυλακής. Πρόκειται για μια παράλογη πραγματικότητα, που  εκφράζει την ουσία της πραγματικότητας του Μπατή. Μια δυστοπία, περίπου ως μια προέκταση του εξπρεσιονισμού, η οποία όμως πιάνει έναν ολόκληρο κόσμο. Η φυλακή-παγίδα για την οποία μιλά ο Αμπατζόγλου είναι τεράστια, άνετη, πνιγμένη στο φως, επιτρέποντας όλους τους συνδυασμούς ελευθερίας κινήσεων πλην ενός, εκείνου που θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την παγίδα. Στο πλαίσιο αυτό, οι φυλακισμένοι νιώθουν ελεύθεροι, είναι αδρανείς, εφησυχασμένοι και ευχαριστημένοι μέσα σ’ αυτό το παραπλανητικό κλίμα ελευθερίας. 

Κάπως έτσι, η ασταμάτητη υπόμνηση του αδιεξόδου οδηγεί στον πνευματικό ευνουχισμό του πρωταγωνιστή, κάνοντάς τον παθητικό δέκτη των εξελίξεων. Η οποιαδήποτε προσπάθεια  απόκλισης από τον κανόνα αυτομάτως απορρίπτεται. Μέσω της μυθοπλαστικής αλληγορίας, ο Αμπατζόγλου ασκεί έμμεση κριτική στα κοινωνικά μορφώματα της εποχής του που οδηγούν στην ηθική και πνευματική αποτελμάτωση των πολιτών, θέλοντας με κάποιο τρόπο να προωθήσει την αποτυχία ως τη μοναδική επιλογή.

Με άλλα λόγια, το σπέρμα της εξέγερσης πάντα θα υπάρχει και θα γονιμοποιείται, όμως η έκβαση είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, λόγω της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και της αποδοχής από μέρους των πολιτών αυτής της «ανοιχτής φυλακής».  Στα συμφραζόμενα αυτά, μπορούμε  να ερμηνεύσουμε τον τίτλο του μυθιστορήματος συμβολικά, με τον «θάνατο» να σημαίνει τελικά την εξουθένωση των καθημερινών  πολιτών, που αλληλεπιδρώντας μέσα σ’ ένα άκρως προβληματικό κοινωνικό πλαίσιο, χάνουν τον εαυτό τους, κανονικοποιώντας την αφύσικη κατάσταση που βιώνουν.

Πηγές: Νάτσινα Αναστασία κ.ά. , Η πεζογραφία στη μακρά δεκαετία του 1960. [ηλεκτρ. Βιβλ.], Εκδόσεις Κάλλιπος,  Αθήνα 2015: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. https://repository.kallipos.gr/handle/11419/2197

Αργυρίου Αλέξανδρος, Η μεταπολεμική πεζογραφία: Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, Τόμος Β’, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 1989