Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου…
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.
Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.

Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες…
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.

Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.

Φτωχὴ ψυχὴ…Προσμένοντας ἀπόμεινες

Νίκος Καββαδίας, «Ἦρθε μία θύμησι»